ἐφόδου

ἐφόδου
ἔφοδος 1
accessible
masc/fem/neut gen sg
ἔφοδος 2
one who goes the rounds
masc gen sg
ἔφοδος 3
approach
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ράιμ, Ερνέστος — (Rφhm, 1887 – 1934). Γερμανός πολιτικός. Αρχικά υπηρέτησε στο ελεύθερο σώμα του φον Επ, προσκολλήθηκε δε στο Εργατικό κόμμα του Ντρέξλερ και στα Τάγματα Εφόδου με τα οποία πήρε μέρος στο πραξικόπημα του Μονάχου (8 Νοεμβρίου 1923). Εξελέγη… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • Stéphanos d'Alexandrie — Étienne d Alexandrie Étienne d Alexandrie (Stéphanos d Alexandrie) est un philosophe, mathématicien, astronome et alchimiste, chrétien. Il fut en faveur à la cour de Byzance au temps d Héraclius Ier (610 641). De forts arguments tendent à… …   Wikipédia en Français

  • Stéphanos d'Athènes — Étienne d Alexandrie Étienne d Alexandrie (Stéphanos d Alexandrie) est un philosophe, mathématicien, astronome et alchimiste, chrétien. Il fut en faveur à la cour de Byzance au temps d Héraclius Ier (610 641). De forts arguments tendent à… …   Wikipédia en Français

  • Étienne d'Alexandrie — (Stéphanos d Alexandrie, en grec Στέφανος ό Άλεξανδρεύς, en latin Stephanus Alexandrinus) est un philosophe, mathématicien, astronome, alchimiste, probablement médecin, de religion chrétienne. Il fut en faveur à la cour de Byzance au temps d… …   Wikipédia en Français

  • BRENNUS — I. BRENNUS Gallorum Senonum Dux, qui cum 300. armatorum milibus in Italiam irrumpens, Clusium, hodie Chiusi, in Tuscia, obsedit, inde a Romanis, quorum opem obsessi imploraverant, depulsus: in hos proin armis conversis, illos apud Alliam fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …   Dictionary of Greek

  • αντέφοδος — η έφοδος για αντιμετώπιση εχθρικής εφόδου …   Dictionary of Greek

  • εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”